ἡμεδαπός

ἡμεδαπός
ἡμεδᾰπός, ή, όν, ([etym.] ἡυεῖς)
A of our land or country, native, opp.

ἀλλοδαπός, χαρακτήρ Ar.Pax220

; νόμισμα ἡ. IG12.91.4;

στρατιή Call.Fr. 152

: of a person, Pl.Thg.124d, Luc.Phal.1.11; ἡ ἡμεδαπή (sc. γῆ) IG12.115.30; of the Roman empire, opp. to barbarian lands, Hdn. 1.1.4. (ἡμεδ- = Skt. asmad-, stem of [ per.] 1st pers. pl. pron.; for the termin. -απος, cf. ἀλλοδαπός.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἡμεδαπός — of our land masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημεδαπός — Το άτομο που κατάγεται από τη χώρα στην οποία ζει. Ο χαρακτηρισμός αυτόςαποτελεί νομικό όρο και υποδηλώνει το άτομοπου έχει την ιθαγένεια μίας χώρας, σε αντίθεση με τον ξένο, τον αλλοδαπό. Η κατοχή ή όχι της ιθαγένειας έχει συνέπεια, από νομική… …   Dictionary of Greek

  • ημεδαπός — ή, ό που κατάγεται ή προέρχεται από τη χώρα μας, ομοεθνής, δικός μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡμεδαπά — ἡμεδαπός of our land neut nom/voc/acc pl ἡμεδαπά̱ , ἡμεδαπός of our land fem nom/voc/acc dual ἡμεδαπά̱ , ἡμεδαπός of our land fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεδαπῶν — ἡμεδαπός of our land fem gen pl ἡμεδαπός of our land masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεδαπόν — ἡμεδαπός of our land masc acc sg ἡμεδαπός of our land neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεδαποῖο — ἡμεδαπός of our land masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεδαποῖς — ἡμεδαπός of our land masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεδαποί — ἡμεδαπός of our land masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεδαποῦ — ἡμεδαπός of our land masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεδαπούς — ἡμεδαπός of our land masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”